Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Η κεφαλή του Απόλλωνα σε ανασκαφή στους Φιλίππους



Η κεφαλή αγάλματος του Απόλλωνα που βρέθηκε στην ανασκαφή στους Φιλίππους. Ένας τόπος που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα "βορειοελλαδίτικα" βιβλία μου. Τι συγκίνηση!
Παραθέτω ένα απόσπασμα από τον μονόλογο "Ο ξεχασμένος άγγελος των Φιλίππων" που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων το 2015 σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη με τον Δημήτρη Κοντό στον ρόλο του λαϊκού καντινιέρη που συναντάει έναν αρχαίο αγγελιοφόρο...

*********

Πώς ν' αρχίσω να μιλώ
για τον άντρα αυτόν που στους Φιλίππους τα μέρη τριγυρνούσε μοναχός
και μόνον σε μένα τόλμησε να μιλήσει
στη γλώσσα που σαν τη δική μας ακούγεται
αλλά οι ανάσες της
-ανάμεσα στους φθόγγους και τις συλλαβές-
ίδια με μας νοήματα θυμίζουν;
Φίλοι γίναμε με τον άνθρωπο αυτόν, βδομάδες
πάνε και καιροί, φίλοι καρδιάς και νύχτας,
της ιστορίας που θα μαρτυρήσω για ν΄ αλαφρώσω
γιατί κι εγώ-πιστέψτε με-
δεν την αντέχω.
Νύχτα πανσέληνο τον είδα πρώτη φορά,
μισόγυμνο, ξυπόλητο, με ένα σχισμένο ρούχο
-μπορεί κι ένα χιτώνα-
να έρχεται αναπάντεχα, να μου ζητάει κάτι.
Χειρονομώντας.
Σαν ξένος, σαν ικέτης, σαν πρόσφυγας-
μου φάνηκε, όμως, από κοντά
τα μάτια και τα χέρια του είχαν ποιότητα
μιαν αρχοντιά από μακριά φερμένη.
“Πώς να σε βοηθήσω, άνθρωπέ μου” τον ρώτησα
“να ειδοποιήσω κάποιον
ή να σε πάω πουθενά;”
Κι αυτός με κοίταζε βαθιά
με υγραμένα μάτια και μου 'δειξε το
κάστρο, την ακρόπολη, ύστερα το θέατρο
εδώ-το δικό μας, εδώ που μαζευόσαστε
εσείς οι διαβασμένοι και πιάνεται η μέση σας
πάνω στις πέτρες τις ζεστές κι αντί τα τζιτζίκια
ν' αφουγκράζεστε, μεταφρασμένες
οιμωγές αρέσκεστε ν' ακούτε.


(Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκδόσεις Πατάκη-Patakis Publishers)
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Βρασίδας Καραλής «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»

Βρασίδας Καραλής «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»

 μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Lifo Books, 2023



 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Ένα σπαρακτικό γράμμα στον αγαπημένο του σύντροφο Ρόμπερτ, που έζησαν μαζί τριάντα χρόνια και έφυγε από λευχαιμία, έγραψε ο Βρασίδας Καραλής. Μέσα στις εκατόν είκοσι σελίδες, αναδεικνύει τον άνθρωπο που έδωσε νόημα στη ζωή του και περιγράφει τις πιο σημαντικές στιγμές της κοινής τους ζωής. Όμως δεν πρόκειται για ένα απλό γράμμα. «Τούτο το γράμμα είναι ένας ύμνος λύτρωσης, επιστολή πολλών δακρύων, θρηνωδία κατευνασμού του πανικού της θνητότητας».

Με στοχαστικό λόγο, με αναφορές σε ποιητές, συγγραφείς, φιλοσόφους και εκκλησιαστικά κείμενα, ο Καραλής απευθύνεται στον άνθρωπο που έχασε και το τεράστιο κενό που άφησε πίσω του. «Ακόμα βλέπω τα αποτυπώματα των δακτύλων σου στα ασημικά και στα κρύσταλλα». Άνθρωπος της τέχνης, ο Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ έπαιζε βιόλα και δίδασκε μουσική. Γνωρίστηκαν τυχαία σε ένα κονσέρτο. Η συμβίωσή τους, δυο εύφοροι συναισθηματικά και πνευματικά άνθρωποι, κύλησε αρμονικά. Ο προπάππους και η προγιαγιά του Ρόμπερτ εκτοπίστηκαν στην Αυστραλία το 1834 για μια ασήμαντη κλοπή, ένα καρβέλι ψωμί. Κατάγονταν από την Σκωτία, ήταν καθολικοί και επιβίωσαν σε ένα αρνητικό, προτεσταντικό, περιβάλλον.

Ο Καραλής, καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίντνεϊ, μελετά και διδάσκει ελληνικά γράμματα, τον Χάιντεγκερ, την Χάνα Άρεντ, τον Κορνήλιο Καστοριάδη ενώ έχει γράψει βιβλία για τον ελληνικό κινηματογράφο[1] και τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο. Ωστόσο, στον Αποχαιρετισμό στον Ρόμπερτ ελάχιστα μαθαίνουμε, από τα συμφραζόμενα, για τη ζωή και την πορεία του άλλου μετανάστη, του «Βρας», που γεννήθηκε στην Κρέστενα και σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον. Ο Καραλής επικεντρώνεται στον Ρόμπερτ, στην ψυχή και στο πνεύμα του, μιας και το σώμα του δεν υπάρχει πια. Τις στιγμές που τον κρατάει στην αγκαλιά του στο νοσοκομείο σαν μια απεικόνιση της Πιετά ή στην τελετή ταφής, η ανάγνωση γίνεται αβάσταχτη. Ο Ρόμπερτ ήταν Αχιλλέας και Άμλετ μαζί, ήταν ο Στωικός, ο ομηρικός, η σχέση τους «η δική τους Τροία». Με αναφορές στον Πλάτωνα, τον Νοβάλις, τον Ρίλκε, τον Νερούδα, τον Ζεράρα ντε Νερβάλ και στον Ελ Γκρέκο προβάλλεται το πνευματικό του ολόγραμμα. 


Ο "Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ" ως κείμενο δεν έχει καθόλου αυτοοικτιρμό, δεν είναι ένα memoir ή μια αυτομυθοπλασία. Η υβριδικότητα του οφείλεται στη μορφή και στο ύφος, που επέλεξε ο Καραλής γράφοντάς το στα αγγλικά, καθώς εκφραζόταν στη γλώσσα της χώρας που τον υποδέχθηκε και όπου έζησαν με τον Ρόμπερτ. Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά αποδίδει εξαιρετικά τη φωνή του συγγραφέα αποκαλύπτοντας την ελληνικότητα και τον ελεγειακό τόνο του αρχικού κειμένου.

Πάνω απ’ όλα στο βιβλίο προβάλλεται η μοναδική τους αγάπη. Όπως γράφει ο Καραλής: «Δεν χρειάστηκε να “εκδηλωθούμε” ή να κυκλοφορήσουμε μανιφέστα για τη σεξουαλικότητά μας. Δεν μετατραπήκαμε σε κοινωνιολογικές κατηγορίες. Δεν μειονοποιήσαμε την ύπαρξή μας...» Η ταύτιση, η κατανόηση καθόριζε τη σχέση, η παράδοση της ύπαρξης του ενός στον άλλον.

Σε ένα σημείο του κειμένου ο Καραλής αναφέρεται στον Πάτρικ Γουάιτ, τον νομπελίστα αυστραλό συγγραφέα που τον έχει μεταφράσει στα ελληνικά και ο οποίος έζησε με τον Μανώλη Λάσκαρη, μια παρόμοια σχέση, δεκαετιών[2]. Καθόλου τυχαία, ο Πάτρικ Γουάιτ έλεγε σε μια επιστολή του ότι η μόνη επιτυχία στη ζωή του ήταν η συνάντησή του με τον Μανώλη Λάσκαρη και όχι το Νόμπελ ή τα βιβλία του. Το ίδιο και με τον Καραλή. Παρά τα βιβλία του και την ακαδημαϊκή του καριέρα αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ρόμπερτ ήταν το σημαντικότερο επίτευγμα της ζωής του. «Μόλις συναντηθήκαμε ο χρόνος επιβραδύνθηκε όπως στις ταινίες του Τέρενς Μάλικ». Άλλη μια αναφορά σε έναν αγαπημένο του σκηνοθέτη. Ο Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ (1958-2022) μπαίνει στο πάνθεον όλων εκείνων των καλλιτεχνών που διαμόρφωσαν την ψυχική και πνευματική υπόσταση του Βρασίδα Καραλή.


 Σημειώσεις:

1. Βρασίδας Καραλής, Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, εκδόσεις Δώμα, 2023

2. Vrasidas Karalis, Recollections of Mr Manoly Lascaris, Brandl & Schlesinger, 2008-


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η εποχή, στο ένθετο Η εποχή των βιβλίων

Φεβρουάριος 2024 


Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ένα αφήγημα για την 25η Μαρτίου


Θεόδωρος Γρηγοριάδης


"25 Μαρτίου 1967".


Ενώνουν πάλι τις δυο μεγάλες τάξεις. Ανοίγει η μεσαία πόρτα διάπλατα, αυτή που χωρίζει την Πέμπτη από την Τετάρτη. 'Υστερα ανεβάζουν τα καδρόνια. Τα ίδια πράγματα κάθε χρόνο. Ο επιστάτης ανεβάζει τα πιο βαριά και οι Εκταίοι τα μικρότερα. Τα κορίτσια φροντίζουν τις στολές και τις φουστανέλες.

Εγώ φέτος σαν πιο μεγάλος θα κουβαλήσω εκείνα που λαχταρούσα από την Πρώτη τάξη. Τα μεγάλα χαρτιά. Είναι τυλιγμένα σαν τα χαλιά που μαζεύει η μαμά το καλοκαίρι. Σκληρά χαρτόνια απ' την πολλή μπογιά που 'χουν πάνω τους. Τα βάζουν στην αποθήκη όρθια όλο τον χρόνο και τα προσέχουν μη μουσκέψουν ή μη τα φάνε κάτι παχουλά ποντίκια που τριγυρίζουν στο χωριό.

Εκεί μέσα βλέπεις πολλές σημαιούλες και χάρτινες λωρίδες μπλε άσπρο που γράφουν: «Ζήτω το Εθνος», «Ζήτω η Πατρίς», «Ζήτω ο Βασιλεύς».

Ξετυλίγω το πρώτο χαρτόνι. Ζωγραφισμένο ένα τζάκι με ένα πελώριο παράθυρο στον τοίχο και μπροστά μια κόκκινη πουάν κουρτίνα. Απέξω φαίνονται άδεια τα δένδρα. Γυμνά σαν τα δένδρα του χωριού τον χειμώνα που βλέπω από το παράθυρο της κουζίνας. Στην κουζίνα κοιμάμαι εγώ και λουζόμαστε εκεί μέσα, είναι το μόνο ζεστό δωμάτιο.

Πάνω στη σκηνή δεν είμαι μικρός. Είμαι ένας μεγάλος αλλά δεν έχω σπουδαίο ρόλο, «πρωτοπαλίκαρο» με λένε. Ο ξάδελφός μου πήρε τον πρώτο ρόλο, αφού όλοι οι δάσκαλοι ψωνίζουν από το μπακάλικο του θείου Χαρίλαου και κάνουν χατίρια πιο πολύ στον Χρήστο.

«O Xρήστος είναι πιο ζωηρός απ' τον δικό σας» λέει στη μαμά μου ο δάσκαλος, ο κύριος Λάζαρος, στη γιορτή μου. Είχαν έρθει επίσκεψη είκοσι τρία άτομα, τα μέτρησα.

«Ο Χρήστος τρέχει στην αυλή, ο δικό σας κάθεται στα πεζουλάκια και κοιτάζει τα άλλα παιδιά».

Δεν μπορώ να ακούσω άλλο γιατί με στέλνουν μέσα να κοιμηθώ, στο πίσω δωμάτιο το σκοτεινό. Ακούγεται το ρέμα, τρέχουν πολλά νερά από το βουνό.

Πρωτοπαλίκαρο, άρα δεν φοβάμαι κανέναν, αλλά μου φαίνεται πως θέλω να πάω προς νερού μου. Ετσι το λέμε ευγενικά. Ανοίγω το παράθυρο και ίσα κάτω. Φτύνω τρεις φορές για να μη μου συμβεί κακό. Στο σαλόνι ακούγονται να πίνουν και να τραγουδάνε. Ετσι μαζεύονται στη γιορτή μου κάθε χρόνο, οι καλύτεροι του χωριού, πρόεδρος, δάσκαλοι.

«Θα πιω κρασί ένα βαρέλι» λέω δυνατά στη σκηνή και κοιτάζω τον κόσμο κάτω.

Ο ξάδελφος εξόντωσε όλους τους Τουρκαλάδες και έχουμε πανηγύρι. Μόνον αυτό λέω: «Θα πιω κρασί ένα βαρέλι». Δυο ώρες έργο. Η μαμά ήταν στεναχωρημένη, την έβλεπα κρυμμένος πίσω απ' τις κουρτίνες.

Ξέρω όλα τα λόγια του Χρήστου. Τα ακούω κάθε μέρα στην πρόβα. Στο σπίτι τα ξαναλέω, μόνος, απέξω. Κρεμάω και μια χρωματιστή κουρελού για σκηνικό. ΄Ερχεται την κατεβάζει η μαμά. «Ολο χαζομάρες κάνεις».

Πουθενά δεν μου δίνουν καλό ρόλο.

Στο δεύτερο χαρτόνι είναι ζωγραφισμένο ένα τοπίο με πλάτανο και μια βαθιά ρεματιά. Εκεί μπροστά αναπαύονται τα παλικάρια μετά τη μάχη. Από τον γκρεμό πέφτουν τα κορίτσια του Ζαλόγγου. Κάτω από τον πλάτανο ξαπλώνει ο ξάδελφος και μιλάει, ενώ τα παλικάρια τον κοιτάμε.

Σε ένα τέταρτο θα γυρίσει ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ στο σπίτι για το πανηγύρι. Εκεί θα γιορτάσουμε τη νίκη πίνοντας. Μόνον εκεί μιλάω ότι θα πιω κρασί ένα βαρέλι. Αν όμως πλακώνανε τώρα οι Τούρκοι και πληγώνανε τον ξάδελφο, θα έβγαινα στη σκηνή. Θα τους κυνήγαγα μέχρι τον γκρεμό, να τους γκρεμοτσακίσω. Παίρνω στον ώμο τον ξάδελφο και τον φέρνω πίσω. Ολοι στο σπίτι μ' αγκαλιάζουν που τον έσωσα και τους διηγούμαι το κατόρθωμά μου. Χειροκροτούν από κάτω οι χωριανοί. Η μαμά είναι ευχαριστημένη που είμαι πρωταγωνιστής.

«Μπράβο» μου λέει ο κύριος Λάζαρος. «'Ησουν υπέροχος. Του χρόνου θα σε βάλουμε στον ρόλο του Μεγαλέξανδρου».

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λέγεται ο σινεμάς. Εκεί μας πηγαίνουν με γραμμή, όταν φτάνει διαταγή για να δούμε ταινία. Εχουμε δει τη «Βίβλο». Την «Οδύσσεια» με Αμερικανούς. Ομως εγώ πάω και μόνος μου κρυφά ή με τον θείο Αντώνη που με βάζει τζάμπα. Αυτός δεν χάνει έργα. Να μη χάνω έργα.

«Οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου» λέγεται ο δρόμος από την πλατεία μέχρι το τελευταίο προσφυγικό σπίτι ανεβαίνοντας προς το κάστρο. Εκεί είναι το κάστρο του, όμως Αλέξανδρος είναι και ο φίλος μου ο Αλέκος, μικρός όμως.

Ρωτάω τον Ουζούν Σάββα που έχει δει τόσους βασιλιάδες.

«Σίγουρα» μου λέει «ο Αλέξανδρος έζησε κοντά στο χωριό. Ο προπάππος μου τον είχε δει όταν περνούσε από την Ασία».

Ο Ουζούν Σάββας είναι αδελφός της γιαγιάς και ήρθανε από τη Σαμψούντα. Ουζούν στα τουρκικά σημαίνει ψηλός. Ο παππούς δεν τον χωνεύει και του πετάει άσχημες λέξεις. Η γιαγιά κατεβάζει τα μούτρα της. Μιλάνε με τούρκικες παροιμίες. 'Οταν θέλουν να πούνε κάτι δικό τους, το λένε μόνο στα τούρκικα. Ακόμη κι ο μπαμπάς με τον παππού έτσι συνεννοούνται. Σκάνε στα γέλια.

«Αυτή είναι η γλώσσα των εχθρών μας» τους λέω. «Αφού στη σχολική γιορτή σκοτώνουμε συνέχεια τους Τουρκαλάδες».

'Ομως αυτός λέει, «μια χαρά ήμασταν όλοι μαζί κάποτε».

'Υστερα πιάνει το ούτι και αρχίζει να τραγουδάει, ποιος ξέρει σε ποια γλώσσα.



Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις ΝΗΣΙΔΕΣ,  Μάρτιος 2019

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η όαση Σίουα και ένα διήγημα από τους "Χάρτες"..

 Ο  ΗΛΙΟΣ  ΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ



Από την Αλεξάνδρεια στην Μάρσα Ματρούχ νύχτα φτάσανε. Η πόλη, Φεβρουάριο μήνα, χωρίς την καλοκαιρινή της στολή, έμοιαζε αφημένη, κακοφωτισμένη. Λακκούβες στους δρόμους, απόνερα, στυμένα και πατημένα φρούτα, ένα δρόμος μακρόστενος το παζάρι με γλόμπους για τους νυχτερινούς πελάτες. Θλιμμένο μισοάδειο ξενοδοχείο. Δεν τους αρέσει. Άντε να ξημερώσει να μπούνε και πάλι στο φορτηγάκι και να φτάσουνε στην Όαση. Είμαστε αρχές του ενενήντα-έχει σημασία. Σε δέκα χρόνια η όαση Σίουα θα είναι κόλαση, γεμάτη εξοχικά και βίλες. Μια φήμη που έλεγε ότι ο τάφος του Μεγαλέξανδρου κείται εκείθε, έφερε κόσμο, λεφτά και τσιμέντο. Ο Στέργιος τελεί χρέη κάμεραμαν, ο Διονύσης συντονίζει, γράφει κείμενα, διεκπεραιώνει την έρευνα.

Στη θέση του οδηγού λαγοκοιμάται ο Αιγύπτιος οδηγός καθώς μπαίνουν στην στεππώδη έρημο ΄ δρόμος χαραγμένος σε μια ευθεία, κιτρινισμένο δέρμα φιδιού, ένας ορίζοντας, ένα αβαθές τοπίο. Ο Διονύσης κοιμάται κι ας κουνάει συνεχώς το νοικιασμένο λεωφορειάκι. Ο Στέργιος άγρυπνος, με την κάμερα παραδίπλα, μην προκύψει πλάνο ΄ άλλοι βλέπουν με τα μάτια και άλλοι με την κάμερα. Τρεισήμιση ώρες ταξίδι. Τίποτε στον ορίζοντα. Κιτρινίλα, θαμπή χειμωνιάτικη μέρα που δεν ολοκληρώθηκε στην καρδιά της Σαχάρας.

Γιατί να’ ρχόταν ως εδώ ο Αλέξανδρος; Οι μύθοι κι οι πηγές τον έχουν σίγουρο επισκέπτη, όσο για τον τάφο του, κι αυτός σαν μύθος φυτρώνει παντού. Και ιδού μια νησίδα στη μέση του πουθενά, με χαμηλούς λόφους, φοίνικες που τους κατατρώγει ύπουλα η έρημος και κόκκο κόκκο ετοιμάζεται να απορροφήσει οποιαδήποτε μορφή βλάστησης. Περήφανη κατάρα, έρημος, μεταλλασσόμενη. Πλίνθινα σπίτια, κάρα, ζώα στους δρόμους, χαλασμένα ποδήλατα, μισόγυμνα παιδιά, η πισίνα της Κλεοπάτρας, μια στέρνα με στάσιμα νερά. Ένα καφενείο παράγκα, ένα τεράστιο τσουκάλι που χωράει ολόκληρον άνθρωπο και όπου βράζει συνεχώς το ρύζι ΄ μαύρο τσάι: σφίγγει το έντερο.

Ο τόπος του τάφου σαν πλάνη. Οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι εδώ. Μια Ελληνίδα ουρλιάζει ότι ξέρει για Εκείνον, για την Ταφή του, μια Ελληνίδα αρχαιολόγος στην έρημο αντί σε άσυλο. Την φωτογραφίζουν, τριγύρω…

Απέμεινε ο ναός του Άμμωνος Διός, από εκεί που πήρε τον χρησμό ο Αλέξανδρος για να κατακτήσει τον μισό κόσμο για να χάσει μια ολόκληρη ζωή. Ανηφοριά: άμμος, πέτρες και χώμα. Ερειπωμένα κτίρια. Άντε μια ανάσα μέχρι την κορυφή. Το μονοπάτι ήσυχο, ένα σκυλί γαυγίζει στην άκρη της λίμνης που στερεύει, που μαζεύεται. Ο Διονύσης ανεβαίνει και χώνεται ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα δώματα. Είναι πολλοί οι αιώνες, πάρα πολλοί και πάλι καλά που απέμειναν και αυτά τα ντουβάρια. Τριγύρω η όαση, στο βάθος, όπου και να δει ως προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, το άδειο.

Κουράζεται και κάθεται καταγής με το φόβο κάποιος σκορπιός ή ένα φίδι, που δεν κοιμήθηκε ποτέ, να του επιτεθεί.  Δεν μπορεί κάτι θα έπαθε, εδώ και λίγα λεπτά αφουγκράζεται κάθε χτύπο, κάθε ήχο από παντού, έχει διευρυνθεί η ακοή, η αίσθησή της τεταμένη. Λένε πως τα σκυλιά μυρίζοντας αναγνωρίζουν από δεκάδες μέτρα. Κι άλλοι, αγγίζοντας στα σκοτάδια, υφαίνουν την χαμένη όραση. 

Όμως αυτός, μάτια έχει, μυρωδιά δεν του λείπει αλλά ακούει, ακούει συνεχώς, λες και οι ήχοι, που γυροφέρνουν τον τόπο, ξαναγυρνούν, δεν πάνε χαμένοι. «Τίποτε δεν πάει χαμένο στον κόσμο μας», ομολογεί και κλείνει τα μάτια. Κάθε μόριο, κάθε πληροφορία, κάθε χτύπος περιμένουν να τα περισυλλέξεις και να τα σμίξεις σε νόημα.

Και τι δεν ακούει που δεν ακούμε εμείς. Τι γδούπους, τι οιμωγές, τι προσευχές, τι γλώσσες-αλήθεια τι γλώσσες, πώς προφέρονταν οι γλώσσες; Είχαμε τα ίδια δόντια, τα ίδια χείλη για να συλλαβίσουν τα δικά μας νοήματα; Είχαμε τα ίδια νοήματα; Κι όμως νομίζει ότι αναγνωρίζει τους σπασμούς που όλο και τον πλησιάζουν εκκωφαντικά.

«Πείτε του την αλήθεια, μην προχωρήσει παρά πέρα. Ας χτίσει μια πόλη κι ας βασιλεύσει ήσυχα».

Ποιος μιλάει; Μα ο ίδιος! Ποιος τον αναγκάζει να μιλήσει στη γλώσσα του και να προειδοποιήσει τον Βασιλιά; Να λοιπόν τι ήταν οι μαντείες: ήταν λόγια γυρισμένα στη γλώσσα που ήθελαν να ακουστεί ώστε να περάσει το μήνυμα. Που συνέλλεγαν τους σκορπισμένους ήχους και τις πληροφορίες σε μια στιγμή, τη δεδομένη στιγμή, την επερχόμενη, όταν θα επιτελούνταν οι πράξεις των ανθρώπων.

Ο Διονύσης κατηφόρισε στο κέντρο του χωριού. Σκοτείνιαζε και μόνον το τριώροφο ξενοδοχείο-μπετόν σκέτο-είχε δική του γεννήτρια. Ο Στέργιος τον περίμενε στο καφενείο με ρύζια βρασμένα, τσάγια πολλά και καναδυό ντόπιους να προσπαθούν να συννενοηθούν μαζί του. Κάθισε δίπλα τους σκεπτικός.

«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε ο Στέργιος.

«Τίποτε δεν έχω». 

Άρχισε να τρώει ρύζι και η ακοή του μίκρυνε, το τούνελ έκλεινε και ξαφνικά μόνον ο θόρυβος του πηρουνιού ακουγόταν. Δεν είχε λόγο να εξηγήσει οτιδήποτε, ΄Ηταν πολύ αργά πια για να προειδοποιήσει.





Από την συλλογή διηγημάτων ΧΑΡΤΕΣ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2007










Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Colm Toibin «Ο μάγος»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Ίκαρος, 2023



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


Το 1996, στο London Review of Books, o Κολμ Τομπίν δημοσίευσε μια εκτενή κριτική για τρία βιβλία σχετικά με τη ζωή και το έργο του Τόμας Μαν: δύο βιογραφίες και ένα δοκιμιακό. Το 2008, ο τακτικός συνεργάτης του περιοδικού επανήλθε παρουσιάζοντας μια βιογραφία για την Έρικα και τον Κλάους Μαν, τα παιδιά του. Μάλιστα στην πρώτη παρουσίαση τόνιζε ότι υπάρχουν ήδη πολλά βιβλία για τον συγγραφέα που φτάνουν για το υπόλοιπο της ζωής μας.

Ωστόσο ποτέ δεν σταμάτησαν να δημοσιεύονται βιβλία για τον γερμανό νομπελίστα, και μάλιστα ο ίδιος ο Κολμ Τομπίν πρόσθεσε και το δικό του. Με τόσο υλικό που μελέτησε ήταν αναπόφευκτο να εγκύψει στη ζωή και το έργο του Τόμας Μαν. Η επιλογή του δεν ήταν καθόλου τυχαία. Είχε προηγηθεί ένα μυθιστόρημα για τον Χένρι Τζέιμς, τo 2004, «Ο δάσκαλος», όπου απέδωσε μυθιστορηματικά κάποια σημαντικά χρόνια του αμερικανού συγγραφέα.

«The Master», o Χένρι Τζέιμς, «The Magician», ο Τόμας Μαν. Ο δάσκαλος και ο μάγος. Συγγραφείς σπουδαίοι και με ένα κοινό προσωπικό στοιχείο: την καταπιεσμένη τους ομοφυλοφιλία. Για τον Χένρι Τζέιμς τα «αποδεικτικά» στοιχεία είναι πολύ περιορισμένα, όμως για τον Τόμας Μαν υπάρχουν περισσότερες αναφορές στα ημερολόγιά του και από ανθρώπους που τον γνώρισαν. Η επιλογή των δύο συγγραφέων αποτελεί επίσης μια προσωπική επιλογή του Τομπίν αφού και ο ίδιος, ως gay, ανέδειξε μέσα από τα βιβλία και τις μελέτες του θέματα της σύγχρονης gay συμπεριφοράς. 

Στην περίπτωση του Τόμας Μαν, ο Τομπίν, φτιάχνει μια μεγάλη μυθιστορηματική βιογραφία. Σε αντίθεση με τις ογκώδεις αναλυτικές βιογραφίες που ήδη κυκλοφορούν, περιορίζεται στα σημαντικότερα στάδια της ζωής του συγγραφέα, φωτίζοντας δύο αλληλένδετες διαστάσεις: την ερωτική και τη δημιουργική. Πώς ο συγγραφέας διοχετεύει τον καταπιεσμένο ερωτισμό του στους διαφορετικούς μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες και καταστάσεις.

Το μυθιστόρημα «Ο μάγος» ξεκινάει από την παιδική ηλικία του Τόμας Μαν, στο Λίμπεκ το 1891, και καταλήγει στο Λος Άντζελες το 1950. Σε δέκα οκτώ κεφάλαια, σε ξεχωριστούς τόπους και χρόνους, αναδιπλώνεται η ζωή του πάντα σε συνάρτηση με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Ο γάμος του με τη δυναμική Κάτια, τα πρώτα του βήματα στη γραφή, τα έξι του παιδιά, το άγχος του να γίνει αποδεκτός ως συγγραφέας από την οικογένειά του, η τεράστια επιτυχία του Μαγικού βουνού, η διεθνής αναγνώριση. Από τα παιδιά του θα ξεχωρίσουν η Έρικα και ο Κλάους, εκκεντρικοί και πλάνητες στον κόσμο, ο Κλάους όμως στο τέλος θα αυτοκτονήσει. Αλλά δεν είναι ο μόνος στην οικογένεια, θα υπάρξουν αρκετές ακόμη τραγικές αυτοκτονίες.

Ο Τόμας Μαν θα βιώσει την άνοδο και την επικράτηση του ναζισμού αλλά θα αργήσει να τον αποκηρύξει. Ξεκινώντας με ιδεαλιστικές απόψεις περί της αμόλυντης ψυχής της Γερμανίας, θα βρεθεί αργότερα εξόριστος στην Γαλλία και μετά στην Αμερική όπου θα διδάξει στο Πρίνστον. Στην Αμερική είχε ήδη γίνει πολύ γνωστός μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ. Μόνον όταν θα σιγουρευτεί για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα αρχίσει τις ομιλίες του από το BBC εναντίον του Χίτλερ. Ωστόσο στην Αμερική δεν θα τα καταφέρει να παραμείνει το ίδιο δημοφιλής όπως όταν ξεκίνησε. Ο ψυχρός πόλεμος θα τον φέρει αντιμέτωπο με το FBΙ που τον ανακρίνει ως κομμουνιστή και τον πιέζει να καταγγείλει άλλους συγγραφείς, που είχαν καταφύγει στην Αμερική, όπως ο Μπρεχτ, πράγμα που αρνήθηκε.

Το βιβλίο του Κολμ Τομπίν είναι ένα πανόραμα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα μέχρι τον θάνατό του, το 1955. Με την κατασταλαγμένη του γραφή, που στα ελληνικά βρίσκεται σε αρμονική αντίστιξη με τη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, δραματοποιεί τη ζωή του συγγραφέα και τις βασικές του ιδέες. Έρωτας, έμπνευση, θάνατος, πολιτισμός και βαρβαρότητα, είναι τα βασικά μοτίβα του μοντερνιστή γερμανού συγγραφέα και που ο ιρλανδός Κολμ Τομπίν θα διαχειριστεί με δεξιοτεχνία και σεβασμό στις πηγές του. Δεν προσπαθεί να μιμηθεί υφολογικά τον Τόμας Μαν ούτε να τον ξεσκεπάσει.


Η αγωνία του Τόμας Μαν ενόσω ζούσε στην Αμερική για τα προσωπικά του ημερολόγια, που κινδύνευαν να κατασχεθούν από τους ναζί για να τον εκβιάσουν, περιγράφεται σε ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου. Είναι η αγωνία του δημιουργού και της ελευθερίας της έκφρασης κόντρα στον ναζισμό και τη λογοκρισία. Το βιβλίο του Τομπίν αναδεικνύει μοναδικά την προσωπικότητα του Τόμας Μαν και την οικουμενικότητα του έργου του.


Εποχή, Η εποχή των βιβλίων,  7 Ιανουαρίου 2024


 


Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Λογοτεχνική μετάφραση και Τεχνητή Νοημοσύνη

17 March 2024 - Sunday

AI and literary translation (cont'd) | Prix Jean d'Ormesson longlist

       AI and literary translation (cont'd)

       With yesterday's posts on AI and translation and the posting of The Club of True Creators-review, I really should have put two and two together, since the latter more than touches upon the subject of the London Book Fair panel on AI and Literary Translation and the two articles I linked to, as the publisher of The Club of True Creators, the new Rossum Press, have explicitly embraced a publishing- and translation-model based on Artificial Intelligence.
       As they explain/maintain:
Using a system of AI-assisted team translation, our skilled editors are able to create high quality literary translations with a fraction of the resources which traditional methods require.

Every word of the AI-generated draft translation is carefully weighed by a professional stylist of the target language, and we work closely with our authors at every step along the way.
       Like it or not -- and many people (not just, but especially translators) really, really don't like it --, this is (at least a significant part of) the future, especially for popular and genre fiction (and, for example, manga), and, if nothing else, props to Rossum Press for making it very clear that this is how they operate. (Well, they might have mentioned it in the translator-creditless book itself as well .....)
       The 'machine translation + (human) editing' model seems likely to become the dominant one -- with the amount of editing varying widely (as it does already: one should never overlook that a lot of entirely human translations are terrible, not least because they are often published without much editorial oversight or involvement)).
       One of the reasons given for so little being published in translation is the cost involved. The use of machine-translation -- to whatever extent -- can reduce those costs drastically -- but will the final product justify those (reduced) costs, or are we possibly losing too much ?
       (I do note -- and I do think this isn't acknowledged nearly enough -- that, both historically and currently, a lot of (human) translation of literary work, both popular and 'literary', is really bad. (Admittedly, the main reason for this -- (many) publishers simply don't care about the (end-)product-- applies to any form of translation, i.e. won't be rectified by greater reliance on machine-aided translation.))

(Posted by: M.A.Orthofer)    permanent link -

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ο εξώστης ρωτά τους συγγραφείς



Επιμέλεια στήλης Φανή Χατζή


Κάθε εβδομάδα ένας συγγραφέας απαντά σε 15 ερωτήσεις.


1. Γιατί γράφετε;

Δεν γινόταν αλλιώς. Ξεκίνησα να γράφω από την εφηβεία μου και δεν το άφησα ποτέ.

2. Τι κάνετε όταν δεν γράφετε;

Διαβάζω, βλέπω ταινίες. Κυκλοφορώ όσο μπορώ. Υπάρχουν τόσα πράγματα εκεί έξω στον κόσμο και στην κοινωνία. Από εκεί άλλωστε αντλώ και τις εμπνεύσεις μου.

3. Είστε πρωτίστως αναγνώστης ή συγγραφέας;

Και τα δύο, το ένα οδηγεί στο άλλο, μια διαδραστική σχέση που κρατάει… δεκαετίες. Ποσοτικά όμως είμαι περισσότερο αναγνώστης.

4. Τι διαβάζετε αυτό το διάστημα;

Διαβάζω πολλά βιβλία ταυτόχρονα. Έναν δίτομο Ντίκενς που μόλις κυκλοφόρησε, τον Λάσλο Κρασναχορκάϊ για μια παρουσίαση στην οποία θα είμαι ομιλητής και διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων. Μου αρέσει πολύ το διήγημα.

5. Με ποιες προσωπικότητες της Λογοτεχνίας θα βγαίνατε για ποτό;

Δεν ζουν αυτοί που ήθελα για παρέα. Θα έβγαινα για ένα τσίπουρο με τον Γιώργο Ιωάννου αναζητώντας την Θεσσαλονίκη του και με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο σε ένα ατέλειωτο μεθύσι στην Χιλή.

6. Ισχύει ακόμα ο «θάνατος του συγγραφέα» στην εποχή των social media;

Το αντίθετο, συγγραφείς είναι ολοζώντανοι και παντού. Ποτέ ξανά ο συγγραφέας δεν είχε τόση έντονη παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα σε βαθμό παροξυσμού. Αυτό που φοβάμαι δεν είναι ο θάνατος του συγγραφέα αλλά… της γραφής και του κειμένου.

7. Γίνεται να βιοπορίζεσαι στην Ελλάδα μόνο από τη συγγραφή;

Καθόλου εύκολο, εκτός από κάποιους ευπώλητους συγγραφείς που είναι σχετικά λίγοι.

8. Διδάσκεται η γραφή;

Ο μόνος τρόπος να γράψεις είναι -αν δεν το έχεις επίκτητο-να διαβάσεις πολύ. Θα βοηθούσαν κάποια βιβλία πάνω στη γραφή και στην ανάγνωση όπως πχ του Τζόρτζ Σόντερς που διδάσκει καταπληκτικά τους Ρώσους κλασικούς! Ωστόσο αυτό που δεν διδάσκεται είναι η γλώσσα, εκεί ο συγγραφέας πρέπει να βουτήξει μόνος του στα ελληνικά γράμματα.

9. Ποιο θα ήταν το δικό σας «γράμμα σ’ ένα νέο ποιητή»;

Αυτά τα “γράμματα” τα έστελναν ο Ρίλκε και η Γουλφ σε μια εποχή που ο κόσμος αλληλογραφούσε ή οι νεότεροι αφουγκράζονταν τις παλιότερες γενιές. Σήμερα πάντως αντί για “γράμματα” επικρατούν τα μέιλ και τα μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα και οι ανούσιες εικόνες του tik tok. Τι γράμμα να στείλεις;

10. Η Λογοτεχνία είναι ενιαία ή επιδέχεται διακρίσεων;

Υπάρχουν δεκάδες κατηγορίες βιβλίων για κάθε αναγνώστη. Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπαν απ΄ όπου κανείς αντλεί φως ή τον απορροφά μια μαύρη τρύπα.

11. Υπάρχουν must read βιβλία; Ποια είναι για εσάς;

Οι Κλασικοί. Οι αρχαίοι και οι νεότεροι. Από τον Σοφοκλή μέχρι τον Ντίκενς, τον Μέλβιλ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι. Χωρίς αυτούς δεν προχωράς, δεν γίνεσαι ούτε καλός αναγνώστης ούτε γραφιάς.

12. Πώς είναι να γράφεις στον καιρό της πολιτικής ορθότητας;

Τα βιβλία μου -για όποιον με διαβάζει όλα αυτά τα χρόνια- ήταν πάντα ανυπάκουα και ασυμβίβαστα. Οποιαδήποτε υπακοή σε κανόνες-ακόμη και της πολιτικής ορθότητας- αχρηστεύουν το νόημα της λογοτεχνίας. Το χειρότερο όμως είναι να γράφεις πάντα “ίδια” επειδή ξέρεις την συνταγή να πουλάς.

13. Γιατί οι Έλληνες γράφουν περισσότερο απ’ ό,τι διαβάζουν;

Δεν είναι και τόσο πολλοί. Αν αγόραζαν και μεταξύ τους τα βιβλία που γράφουν οι ίδιοι θα είχανε και κάποια έσοδα.

14. Πώς σας επηρεάζει η πολιτική επικαιρότητα;

Γενικά ναι, αλλά όχι άμεσα. Μέχρι να στρωθείς να γράψεις αλλάζει η εποχή και το πολιτικό τοπίο. Κρατάς όμως το καταστάλαγμα. Χρειάζονται οι αφυπνισμένοι συγγραφείς, όχι οι στρατευμένοι και οι καθεστωτικοί.

15. Η Λογοτεχνία, τελικά, σας έχει αλλάξει τη ζωή;

Προσωπικά ναι, στον τρόπο που ζω, που σκέφτομαι και που επικοινωνώ με τους άλλους. Η λογοτεχνία επέκτεινε τα προσωπικά και τα κοινωνικά μου όρια.


Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1956. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο της Θεσσαλονίκης, δίδαξε στη δηµόσια εκπαίδευση και συνεργάστηκε µε τη Δηµόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεµινάρια. Έχει γράψει έντεκα µυθιστορήµατα, τέσσερις συλλογές διηγηµάτων, µία νουβέλα, ένα αφήγηµα και έναν σκηνικό µονόλογο. Το µυθιστόρηµα Ζωή µεθόρια τιµήθηκε µε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Μυθιστορήµατος 2016. Το τραγούδι του πατέρα βραβεύτηκε µε το Βραβείο «Νίκος Θέµελης» 2019 του περιοδικού Ο αναγνώστης. Στο Κανάλι της Βουλής επιµελήθηκε τη σειρά ντοκιµαντέρ για το βιβλίο «Ο λόγος της γραφής». Την τελευταία τριετία συνεργάστηκε µε το Athens American Center της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα σε µια σειρά σεµιναρίων µε θέµα την αµερικανική λογοτεχνία. Είναι µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το τελευταίο του έργο “Η νοσταλγία της απώλειας” (2022) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και βραβεύτηκε με το βραβείο Διηγήματος του Αναγνώστη 2022.



Η κεφαλή του Απόλλωνα σε ανασκαφή στους Φιλίππους

Η κεφαλή αγάλματος του Απόλλωνα που βρέθηκε στην ανασκαφή στους Φιλίππους. Ένας τόπος που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα "βορειοελλαδίτικα&qu...